αψύς, -ιά, -ύ — και αψός, ιά, ό 1. (για ανθρώπους), οξύθυμος, ευερέθιστος: Είναι άνθρωπος αψύς κι αρπάζεται εύκολα. 2. (για πράγματα), δριμύς, καυστικός: Πολύ αψιά η ρακή που ήπιαμε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αψώνω — [αψύς] 1. εξοργίζω κάποιον 2. οργίζομαι, θυμώνω 3. αυξάνω, δυναμώνω … Dictionary of Greek
αράθυμος — η, ο 1. οκνηρός, νωθρός, αμελής 2. ζωηρός 3. αψύς 4. κακότροπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αράθυμος με τη σημασία «νωθρός, οκνηρός» < α (προθετ.)* + ράθυμος. Ο τ. ανήκει στις νεοελλ. λέξεις στις οποίες παρατηρείται πρόσθεση φωνήεντος στην αρχή λέξης, που… … Dictionary of Greek
αψίθυμος — και αψόθυμος, η, ο οξύθυμος, ευέξαπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αψίθυμος < αψύς + θυμός, ενώ ο τ. αψόθυμος, αν δεν είναι απευθείας από το αψός (μεταπλασμένος τ. του αψύς), σχηματίζεται επίσης από το αψίθυμος με το χαρακτηριστικό φωνήεν της συνθέσεως ο ] … Dictionary of Greek
σπάγκος — και σπάγγος και σπάγος, ο, Ν 1. πολύ λεπτό σχοινί 2. μτφ. (ως χαρακτηρισμός προσ.) τσιγκούνης, φιλάργυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. spago < λατ. hispanicus «ισπανικός». Η λ. με τη σημ. «τσιγκούνης» προήλθε κατ απόσπαση τού α συνθετικού από το συνθ … Dictionary of Greek
Τούρκος — ο, θηλ. Τούρκα και Τούρκισσα, Ν 1. αυτός που έχει τουρκική καταγωγή, που ανήκει στο τουρκικό έθνος 2. (κατ επέκτ.) μωαμεθανός («γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου ν αλλάξεις;») 3. μτφ. α) σκληρός και άσπλαχνος άνθρωπος β) πολύ θυμωμένος,… … Dictionary of Greek
αψά — επίρρ. βλ. αψύς … Dictionary of Greek
αψάδα — η [αψύς] 1. οξύτητα, δριμύτητα 2. το ευερέθιστο του χαρακτήρα, η οξυθυμία 3. σφοδρότητα … Dictionary of Greek
αψίχολος — η, ο (Μ ἀψίχολος, ον) ευερέθιστος, οξύθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αψύς + χόλος «χολή»] … Dictionary of Greek
αψός — Ποταμός (242 χλμ.) της Αλβανίας που πηγάζει από την οροσειρά του Γράμμου και εκβάλλει στην Αδριατική θάλασσα, βόρεια του Αυλώνα, μεταξύ των εκβολών του Αώου και του Σκούμπη. Είναι γνωστός και με τα ονόματα Σεμέτης, Βερατιανός και Εορδαϊκός. Στην… … Dictionary of Greek